μολυβδοκρατευταί

μολυβδοκρατευταί
μολυβδο-κρᾰτευταί, οἱ,
A = μολύβδινοι κρατευταί (v.

κρατευταί 1

), Demioprat. ap. Poll.10.96
(nisi leg. μολύβδου κ., v. κρατευταί 3).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μολυβδοκρατευταί — masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολυβδοκρατευτάς — μολυβδοκρατευτά̱ς , μολυβδοκρατευταί masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”